άδιψος — ἄδιψος, ον (Α) 1. ο μη διψασμένος, αυτός που δεν υποφέρει από δίψα 2. αυτός που καταπαύει τη δίψα 3. αυτός που δεν προκαλεί δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίψα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιψῶ νεοελλ. αδιψία] … Dictionary of Greek
ἄδιψος — not thirsty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψότερον — ἄδιψος not thirsty adverbial comp ἄδιψος not thirsty masc acc comp sg ἄδιψος not thirsty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψότατον — ἄδιψος not thirsty masc acc superl sg ἄδιψος not thirsty neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίψως — ἄδιψος not thirsty adverbial ἄδιψος not thirsty masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψοτάτη — ἄδιψος not thirsty fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψοτάτην — ἄδιψος not thirsty fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψοτέρους — ἄδιψος not thirsty masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψότατοι — ἄδιψος not thirsty masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψότεροι — ἄδιψος not thirsty masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιψότερος — ἄδιψος not thirsty masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)